Η μουσική είναι η ζωή μας. Για εμάς που την αγαπάμε πολύ. Αλλά και για όσους δεν την αγαπάνε τόσο η μουσική είναι πάλι μέσα στη ζωή τους. Όταν μια μελωδική μουσική παντρεύεται με έναν υπέροχο στίχο τότε το αποτέλεσμα είναι ένα τραγούδι αριστούργημα, μια τέχνη.
Υπάρχουν τραγούδια ευχάριστα, χαρούμενα, που σου αφήνουν ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Είναι και άλλα που είναι μελαγχολικά, που αφήνουν μια θλίψη στο πρόσωπο. Είτε ανήκουν στην πρώτη, είτε στη δεύτερη κατηγορία, έχουν ένα κοινό θα λέγαμε. Το αστείρευτο ταλέντο και τη δεξιοτεχνία του στιχουργού, του μουσικού, και έπειτα του ερμηνευτή τους, που με την δική του ιδιαίτερη χροιά τα εγχαράζει βαθιά στη μνήμη μας. Υπάρχουν τραγούδια που γράφτηκαν με αφορμή ένα συγκεκριμένο γεγονός ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και αυτό ανεβάζει πιο πολύ ένα τραγούδι γιατί οι στίχοι είναι μια αληθινή ιστορία.
Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις πιο αγαπημένες περιόδους του χρόνου. Οι μεγάλοι γινόμαστε για λίγο παιδιά και ζούμε ξανά τη μαγεία των εορτών και οι μικροί απλά το διασκεδάζουν όπως μόνο αυτοί ξέρουν.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι να λατρεύει κανείς τα Χριστούγεννα. Για οποιοδήποτε λόγο όμως κι αν λατρεύεις δεν μπορεί να μην έχεις αδυναμία σε κάποια γιορτινά τραγούδια. Πίσω από τα διάσημα αυτά χριστουγεννιάτικα τραγούδια όμως, υπάρχει και μία ιστορία που αν μη τι άλλο έχει πολύ ενδιαφέρον. Πάμε να δούμε την ιστορία πίσω από το πιο χαριτωμένο τραγούδι των Χριστουγέννων;
Ήταν καλοκαίρι -ναι καλοκαίρι- του 1939, όταν ο κολοσσός Montgomery Ward ήθελε να κάνει ένα άλμα στην χριστουγεννιάτικη εποχή και άρχισε να κατεβάζει ιδέες για το χριστουγεννιάτικο βιβλίο του που θα μοιραζόταν σε παιδιά στο πλαίσιο της εορταστικής περιόδου.
Η αποστολή ανατέθηκε στον κειμενογράφο της εταιρείας, Ρόμπερτ Μέι, στον οποίο είπαν ότι θέλουν να φτιάξει μία χριστουγεννιάτικη ιστορία για ένα ζώο. Εκείνο το διάστημα, ωστόσο, ήταν μία περίοδος δοκιμασίας για τον Μέι, καθώς είχε διαγνωστεί η σύζυγός του με καρκίνο και η οικογένεια είχε χρέη, λόγω του τεράστιου κόστους των φαρμάκων.
Δυστυχώς, η γυναίκα πέθανε τον Ιούλιο του 1939 αφήνοντας τον Μέι να μεγαλώσει μόνος την τετράχρονη κόρη τους, Μπάρμπαρα. Το αφεντικό του Μέι στο Montgomery Ward προσφέρθηκε να αναθέσει την αποστολή σε άλλον, όμως εκείνος αρνήθηκε
Γράφοντας τον Ρούντολφ τού αποσπούσε την προσοχή από τη δύσκολη κατάσταση που προσπαθούσε να διαχειριστεί. Αποφάσισε λοιπόν να γράψει μία ιστορία για ένα ελάφι, όχι μόνο για το γεγονός ότι ταίριαζε με την εορταστική εποχή, αλλά και γιατί η κόρη του λάτρευε να τα βλέπει στο ζωολογικό κήπο
Η ιστορία του Ρούντολφ βασίστηκε και πολύ στις εμπειρίες του ίδιου του Μέι από την παιδική του ηλικία και τα πειράγματα που δεχόταν επειδή ήταν κοντός. Τελείωσε την ιστορία του τον Αύγουστο του 1939, ένα βιβλίο 32 σελίδων που αφορούσε τα παιδιά που επισκέπτονταν τα 620 καταστήματα του Montgomery Ward τα Χριστούγεννα.
Κυκλοφόρησαν συνολικά 2,4 εκατομμύρια αντίγραφα. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές και η εταιρεία σχεδίαζε να διανείμει κι άλλα, ωστόσο δεν το κατάφερε λόγω της έλλειψης σε χαρτί που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διένειμαν ακόμη 3,6 εκατομμύρια δωρεάν αντίτυπα σε παιδιά. Αν και το βιβλίο ήταν εξαιρετικό, η Montgomery Ward δεν το «έβλεπε» ως πηγή εσόδων και έτσι τον Μάιο του 1947 αποφάσισε να υπογράψει τα δικαιώματα.
Δύο χρόνια αργότερα ο κουνιάδος του Μέι, ο μουσικός Τζόνι Μαρκς, έντυσε μουσικά τον Ρούντολφ. Ο Bing Crosby επιστρατεύτηκε για την ερμηνεία του. Το 1964 ο Ρούντολφ το Ελαφάκι συστήθηκε με τη μουσική που όλοι γνωρίζουμε σήμερα και θεωρείται ένα σύμβολο της χριστουγεννιάτικης περιόδου.
Leave a Reply